- ἐμπάτακτος
- ἐμπάτακτος [πᾰ], ον,= ἐμβρόντητος, Ptol.Tetr.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμπατάκτους — ἐμπάτακτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)